παιδοκτόνῳ

παιδοκτόνῳ
παιδοκτόνος
slaying one's children
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδοκτονώ — (ΑΜ παιδοκτονῶ, έω) [παιδοκτόνος] φονεύω παιδιά …   Dictionary of Greek

  • εφυμνώ — ἐφυμνῶ, έω (Α) 1. άδω κάτι για κάποιο σκοπό, ψάλλω ύμνο για κάποιον ή για κάτι («οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾱν ἐφύμνουν», Αισχύλ.) 2. (με δοτ. προσώπου και αιτ. πράγματος) απαγγέλλω, εκστομίζω κάτι εναντίον κάποιου, καταριέμαι («κακὰς πράξεις ἐφυμνήσασα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”